- γεραιτέρᾳ
- γεραιτέρᾱͅ , γεραιόςoldfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γεραιτέρα — γεραιτέρᾱ , γεραιός old fem nom/voc/acc dual γεραιτέρᾱ , γεραιός old fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεραίτερα — γεραιός old neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεραιτέρας — γεραιτέρᾱς , γεραιός old fem acc pl γεραιτέρᾱς , γεραιός old fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεραιτέραν — γεραιτέρᾱν , γεραιός old fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφέρω — ΝΜΑ [φέρω] 1. είμαι σύμφορος, χρήσιμος, επωφελής (α. «δεν μάς συμφέρουν οι όροι τής συνθήκης» β. «τοῡτο συμφέρει τῷ βίῳ», Αριστοφ.) 2. απρόσ. συμφέρει είναι χρήσιμο, ωφελεί (α. «δεν συμφέρει να πουλήσουμε με τέτοιες τιμές» β. «ξυμφέρει σωφρονεῑν… … Dictionary of Greek